- γονατιστήρι
- τοσκαμνί ή μαξιλάρι επάνω στο οποίο γονατίζουν οι πιστοί στη Δυτική Eκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.